παραιρεσις

παραιρεσις
    παραίρεσις
    παρ-αίρεσις
    -εως ἥ отнятие, лишение
    

(τῶν προσόδων Thuc.; τῆς οὐσίας Plat.)

    τέν παραίρεσιν ποιεῖσθαί τινος Arst. — отбирать что-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παραιρεσις" в других словарях:

  • παραίρεσις — taking away from fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίρεσις — έσεως, ἡ, Α [παραιρώ] 1. αφαίρεση αντικειμένου που ανήκει σε άλλον («διὸ καὶ παραίρεσιν ποιοῡνται τῶν ὅπλών», Αριστοτ.) 2. μείωση, ελάττωση, μετριασμός («ξυμμάχων τε ἀπόστασις, μάλιστα παραίρεσις οὖσα τῶν προσόδων», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • παραιρέσει — παραίρεσις taking away from fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραιρέσεϊ , παραίρεσις taking away from fem dat sg (epic) παραίρεσις taking away from fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραιρέσεις — παραίρεσις taking away from fem nom/voc pl (attic epic) παραίρεσις taking away from fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραίρεσιν — παραίρεσις taking away from fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»